- ὀνυχοφόρος
- ὀνῠχο-φόρος, ον,A carrying the nails, of the last phalanx of the finger, Cat.Cod.Astr.7.238.26.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ονυχοφόρος — ο, θηλ. και α (Α ὀνυχοφόρος, ον) αυτός που φέρει, που έχει νύχια νεοελλ. 1. ζωολ. (για θηλαστικά) αυτός που φέρει νύχια ή γαμψώνυχες, σε αντιδιαστολή προς τον οπληφόρο 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ονυχοφόρα ζωολ. ομοταξία ή φύλο προαρθροπόδων με … Dictionary of Greek
-φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… … Dictionary of Greek
όνυχας — Ορυκτό που αποτελεί μια ποικιλία του χαλκηδόνιου και μοιάζει με αχάτη. Όπως αυτός, παρουσιάζει ταινίες διάφορων χρωμάτων, που διακρίνονται καθαρά η μία από την άλλη· οι ταινίες αυτές αντιστοιχούν στις διάφορες περιόδους σχηματισμού του ορυκτού… … Dictionary of Greek